επιταχύνω — επιταχύνω, επιτάχυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἐπιταχύνω — ἐπιταχύ̱νω , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 1st sg ἐπιταχύ̱νω , ἐπιταχύνω hasten on pres subj act 1st sg ἐπιταχύ̱νω , ἐπιταχύνω hasten on pres ind act 1st sg ἐπιταχύ̱νω , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 1st sg ἐπιταχύ̱νω , ἐπιταχύνω hasten on… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιταχύνω — επιτάχυνα, επιταχύνθηκα, μτβ. 1. επαυξάνω την ταχύτητα κίνησης ή ενέργειας, κάνω κάτι να κινείται ταχύτερα. 2. κάνω ώστε να εκτελεστεί κάτι συντομότερα, επισπεύδω: Επιτάχυνε την επάνοδό του από το εξωτερικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιταχῦνον — ἐπιταχύνω hasten on pres part act masc voc sg ἐπιταχύνω hasten on pres part act neut nom/voc/acc sg ἐπιταχύνω hasten on pres part act masc voc sg ἐπιταχύνω hasten on pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταχῦναι — ἐπιταχύνω hasten on aor inf act ἐπιταχύνω hasten on aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταχύνῃ — ἐπιταχύ̱νῃ , ἐπιταχύνω hasten on aor subj mid 2nd sg ἐπιταχύ̱νῃ , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 3rd sg ἐπιταχύ̱νῃ , ἐπιταχύνω hasten on pres subj mp 2nd sg ἐπιταχύ̱νῃ , ἐπιταχύνω hasten on pres ind mp 2nd sg ἐπιταχύ̱νῃ , ἐπιταχύνω hasten on… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταχύνει — ἐπιταχύ̱νει , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιταχύ̱νει , ἐπιταχύνω hasten on pres ind mp 2nd sg ἐπιταχύ̱νει , ἐπιταχύνω hasten on pres ind act 3rd sg ἐπιταχύ̱νει , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιταχύ̱νει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταχύνουσι — ἐπιταχύ̱νουσι , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιταχύ̱νουσι , ἐπιταχύνω hasten on pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιταχύ̱νουσι , ἐπιταχύνω hasten on pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταχύνουσιν — ἐπιταχύ̱νουσιν , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιταχύ̱νουσιν , ἐπιταχύνω hasten on pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιταχύ̱νουσιν , ἐπιταχύνω hasten on pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταχυνόμενον — ἐπιταχῡνόμενον , ἐπιταχύνω hasten on pres part mp masc acc sg ἐπιταχῡνόμενον , ἐπιταχύνω hasten on pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐπιταχῡνόμενον , ἐπιταχύνω hasten on pres part mp masc acc sg ἐπιταχῡνόμενον , ἐπιταχύνω hasten on pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)